Ἀντικύρᾳ

Ἀντικύρᾳ
Ἀντικύρᾱͅ , Ἀντίκυρα
fem dat sg (attic doric aeolic)
Ἀντικύρᾱͅ , Ἀντικύρη
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀντικύρα — Ἀντικύρᾱ , Ἀντίκυρα fem nom/voc/acc dual Ἀντικύρᾱ , Ἀντικύρη fem nom/voc/acc dual Ἀντικύρᾱ , Ἀντικύρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντίκυρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αντικύρα — Κωμόπολη (υψόμ. 2 μ., 2.812 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λεβαδείας του νομού Βοιωτίας. Η A. είναι χτισμένη στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου, κοντά στην Παραλία Διστόμου, με την οποία μετά την ανάπτυξη της βιομηχανίας αλουμινίου αποτελεί ενιαία… …   Dictionary of Greek

  • Αντικύρα — Sp Antikyrà Ap Αντικύρα/Antikyra L Karinto įl. š dalis ir mst. C Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αντίκυρα — Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη του Κορινθιακού κόλπου, χτισμένη από τον Αντικυρέα, που θεράπευσε τους παροξυσμούς του Ηρακλή. Καταστράφηκε από τον Φίλιππο στον Ιερό Πόλεμο, αλλά ξαναχτίστηκε. Στον Ρωμαιομακεδονικό πόλεμο, την… …   Dictionary of Greek

  • Ἀντικύρας — Ἀντικύρᾱς , Ἀντίκυρα fem acc pl Ἀντικύρᾱς , Ἀντίκυρα fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀντικύρᾱς , Ἀντικύρη fem acc pl Ἀντικύρᾱς , Ἀντικύρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντικύραι — Ἀντικύρᾱͅ , Ἀντίκυρα fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀντικύρᾱͅ , Ἀντικύρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντικυρέων — Ἀντίκυρα fem gen pl (epic ionic) Ἀντικύρη fem gen pl (epic ionic) Ἀντικυρεύς masc gen pl Ἀντικυρέω̆ν , Ἀντικυρεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντικύραν — Ἀντικύρᾱν , Ἀντικύρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντίκυραν — Ἀντίκυρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”